φωτοβόλος

φωτοβόλος
-α, -ο / φωτοβόλος, -ον, ΝΜ, θηλ. και -ος Ν
αυτός που εκπέμπει φως, φωτεινός
νεοελλ.
μτφ. λαμπρός, ακτινοβόλος, αστραφτερός («φωτοβόλο πρόσωπο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)-* + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. λιθο-βόλος, πυρο-βόλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φωτοβόλος — α, ο αυτός που φωτοβολεί, φεγγοβόλος, ακτινοβόλος, φωτεινός: Φωτοβόλο αστέρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αειλαμπής — ἀειλαμπής, ές (AM) ο πάντοτε φωτοβόλος, φεγγοβόλος, λαμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + λάμπω] …   Dictionary of Greek

  • αιγλοφανής — αἰγλοφανής, ὲς (Α) ακτινοβόλος, φωτοβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴγλη + φανὴς < ἐφάνην, παθητ. αόρ. β τού ρ. φαίνω] …   Dictionary of Greek

  • ακτινοβόλος — α, ο και αχτινοβόλος και αχτιδοβόλος (Α ἀκτινοβόλος, ον) αυτός που εκπέμπει ακτίνες, που σκορπίζει γύρω του λάμψη, φωτοβόλος, λαμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκτὶς ( ίνα) + βόλος < βάλλω. ΠΑΡ. ἀκτινοβολία] …   Dictionary of Greek

  • σελασφόρος — α, ο / σελασφόρος, ον, ΝΑ, θηλ. και ος Ν αυτός που εκπέμπει φως, που ακτινοβολεί, φωτοβόλος, φεγγοβόλος, λαμπρός αρχ. (προσωνυμία τής Αρτέμιδος) πυρφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σέλας + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… …   Dictionary of Greek

  • φωτοβολώ — φωτοβολῶ, έω, ΝΜ, και φωτοβολάω Ν [φωτοβόλος] εκπέμπω άπλετο φως, φωτίζω έντονα, φεγγοβολώ νεοελλ. μτφ. λάμπω, αστράφτω («το πρόσωπο της φωτοβολά από ευτυχία») …   Dictionary of Greek

  • Αιγλήτης — Προσωνυμία του Απόλλωνα, που σημαίνει φωτοβόλος, ακτινοβόλος. Βωμός του Απόλλωνα υπήρχε στο νησί Ανάφη και είχε ιδρυθεί από τους Αργοναύτες, οι οποίοι, έχοντας ναυαγήσει κατά την επιστροφή τους στα ανοιχτά της Θήρας, είδαν ξαφνικά την Ανάφη να… …   Dictionary of Greek

  • ακτινοβόλος, -ος, -ο — και αχτινοβόλος, α, ο 1. αυτός που εκπέμπει ακτίνες, φωτοβόλος: Ο ακτινοβόλος ήλιος σχεδόν μεσουρανούσε. 2. χαρούμενος, ευτυχισμένος: Είχε το πρόσωπο αχτινοβόλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φεγγοβόλος — α, ο αυτός που εκπέμπει φέγγος, φωτοβόλος, ακτινοβόλος, φωτερός, λαμπρός: Η λευτεριά, σαν της αυγής το φεγγοβόλο αστέρι, της νύχτας το ξημέρωμα θα φέρει (Ι. Πολέμης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”